- αγριομιλώ
- αγριομίλησα, μιλώ με τρόπο απότομο, άγριο: Του αγριομίλησε για να προσέξει περισσότερο τα λόγια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριομιλώ — ( άω) μιλώ άγρια, απότομα, βάναυσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + μιλώ. ΠΑΡ. αγριομίλημα] … Dictionary of Greek
αγριομίλημα — το [αγριομιλώ] βάναυσος, απότομος λόγος προς κάποιον … Dictionary of Greek